Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) η πηχτή

См. также в других словарях:

  • πηχτή — η φαγητό από κεφάλι χοιρινό με το πηγμένο ζουμί του: Οι χωρικοί τη νύχτα των Χριστουγέννων έχουν στο τραπέζι τους και την πατροπαράδοτη πηχτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πηχτή — η, Ν βλ. πηκτή …   Dictionary of Greek

  • υνόβιος — (hynobios). Γένος αμφίβιων κερκοφόρων, από τα σαλαμανδροειδή, της ομοιογένειας των Λεχριοδόντων, που περιλαμβάνει διάφορα είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι ο υ. του Κάυζερλιγκ. Τα αμφίβια αυτά ζουν στη Σιβηρία. Τα δόντια του πάνω σαγονιού τους… …   Dictionary of Greek

  • ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… …   Dictionary of Greek

  • μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… …   Dictionary of Greek

  • ξηροκολλούριον — ξηροκολλούριον, τὸ (Α) ξηρή, δηλαδή πηχτή, αλοιφή για τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κολλούριον «κολλύριο»] …   Dictionary of Greek

  • πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… …   Dictionary of Greek

  • σύμμαγμα — άγματος, τὸ, Α μάζα από χώμα και χαλίκια την οποία συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι αρχιτέκτοντες για τη σήμανση τοποθεσιών και τον προσδιορισμό διαστημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάγμα «πηχτή και ευμάλακτη ύλη» (< μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω»)] …   Dictionary of Greek

  • φαβάτον — τὸ, Α βρασμένη κρύα και πηχτή φάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fabata (puls) «πολτός από κυάμους»] …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • piftie — PIFTÍE, piftii, s.f. Mâncare preparată din carne, oase şi cartilaje (de porc), fierte timp îndelungat într o zeamă (cu usturoi), care, după răcire, se încheagă şi devine gelatinoasă; răcituri. ♢ expr. (fam.) A face (pe cineva) piftie = a bate… …   Dicționar Român

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»