-
1 πηχτή
[пихти] ουσ. Θ. студень, желе.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πηχτή
-
2 желе
-
3 заливное
-
4 студень
-
5 заливиой
заливи||ойприл1. (затоплявши) πλημμυρι-ζόμενος:\заливиойые луга τά πλημμυριζόμενα λειβάδια·2. кул. μέ πηχτή, μέ ζελέ:\заливиойая рыба ψάρι πηχτή. -
6 заливной
-
7 желе
желес нескл. τό ζελέ / ἡ πηχτή (мясное, рыбное). -
8 заливное
заливи||оес кул. ἡ πηχτή, τό ζελέ. -
9 студень
сту́деньм кул. ἡ πηχτή, ἡ ζελέ. -
10 тягучий
тягу́ч||ийприл1. (густой, вязкий) κολλώδης, Ιξώδης:\тягучийий клей ἡ πηχτή κόλλα·2. (о металле) ἐλατός, ἐλασιμος·3. перен μακρόσυρτος/ μονότονος (скучный, однообразный):\тягучийим голосом μέ συρτή φωνή. -
11 холодец
холодецм кул. ἡ πηχτή. -
12 жирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. λιπαρός, λιπώδης, λιγδερός•-ая пища λιγδερή τροφή•
-ое мясо παχύ κρέας•
жирный обед λιπαρό φαγητό.
|| από λίπος•-ое пятно λεκές από λίπος.
2. παχύς, χοντρός, παχύσαρκος. || (για φυτά) ζωηρός, ζουμερός, γεμάτος, θραψερός.3. μτφ. ποιοτικός, καλής ποιότητας•-ая известь ασβέστη σαν γιαούρτη•
-ая земля παχιά γη.
4. μτφ. πηχτός, παχύρρευστος•-ая грязь πηχτή λάσπη.
5. χοντρός, εξογκωμένος, μεγάλος•жирный шрифт χοντρά στοιχεία τύπου•
жирный заголовок μεγάλη επικεφαλίδα•
-ые буквы χοντρά γράμματα.
εκφρ.жирный кусок – κέρδος ανε-παντεχο, κελεπούρι•жирно будет – θα είναι πάρα πολύ. -
13 заливное
-ого ουδ. η πηχτή, το ζελέ. -
14 заливочный
επ., για πηχτή, για ζελέ. -
15 наваристый
επ., βρ: -рист, -а, -оπηχτός•наваристый суп πηχτή σούπα•
наваристый бульон πηχτός ζωμός.
-
16 селянка
-
17 тесто
-а ουδ.1. το ζυμάρι•мешать тесто ζυμώνω•
сдобное тесто ζυμάρι με προσθήκη βουτύρου, ζάχαρης κλπ. тесто на дрожжах ζυμάρι με μαγιά•
слоенное тесто ζυμάρι σε φύλλα.
2. μάζα, πηχτή ουσία.εκφρ.из одного -а – του ίδιου φυράματος (χαρακτήρα, ποιόντος). -
18 холодец
-дца α.1. η πηχτή.2. (διαλκ.) βλ. ботвинья.
См. также в других словарях:
πηχτή — η φαγητό από κεφάλι χοιρινό με το πηγμένο ζουμί του: Οι χωρικοί τη νύχτα των Χριστουγέννων έχουν στο τραπέζι τους και την πατροπαράδοτη πηχτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηχτή — η, Ν βλ. πηκτή … Dictionary of Greek
υνόβιος — (hynobios). Γένος αμφίβιων κερκοφόρων, από τα σαλαμανδροειδή, της ομοιογένειας των Λεχριοδόντων, που περιλαμβάνει διάφορα είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι ο υ. του Κάυζερλιγκ. Τα αμφίβια αυτά ζουν στη Σιβηρία. Τα δόντια του πάνω σαγονιού τους… … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
ξηροκολλούριον — ξηροκολλούριον, τὸ (Α) ξηρή, δηλαδή πηχτή, αλοιφή για τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κολλούριον «κολλύριο»] … Dictionary of Greek
πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… … Dictionary of Greek
σύμμαγμα — άγματος, τὸ, Α μάζα από χώμα και χαλίκια την οποία συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι αρχιτέκτοντες για τη σήμανση τοποθεσιών και τον προσδιορισμό διαστημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάγμα «πηχτή και ευμάλακτη ύλη» (< μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω»)] … Dictionary of Greek
φαβάτον — τὸ, Α βρασμένη κρύα και πηχτή φάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fabata (puls) «πολτός από κυάμους»] … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
piftie — PIFTÍE, piftii, s.f. Mâncare preparată din carne, oase şi cartilaje (de porc), fierte timp îndelungat într o zeamă (cu usturoi), care, după răcire, se încheagă şi devine gelatinoasă; răcituri. ♢ expr. (fam.) A face (pe cineva) piftie = a bate… … Dicționar Român